- διασκεπτικός
- -ή, -ό (Α διασκεπτικός, -ή, -όν)1. ο διασκεπτήριος2. ο ικανός να διασκέπτεταιαρχ.προσεκτικός, επιφυλακτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασκεπτικός — cautious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)